- νομαδικῶς
- νομαδικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομαδικός — ή, ό (ΑΜ νομαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νομάδες ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών νομάδων («οἱ μὲν οὖν βίοι τοσοῡτοι σχεδὸν εἰσὶν...νομαδικός, γεωργικός, ληστρικός, ἁλιευτικός, θηρευτικός», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για έντομα ή … Dictionary of Greek
ARABAEGYPTII — ab Heroum oppido, ad Meridiem tendenti, in Aegypti parte habitabant, et ipsi νομαδικῶς degentes: quos excipiebant Troglodytae Aethiopes etiam νομαδικοί. Vide Salmas. ad Solin. p. 486. Apud eundem varia passim habes de Arabibus Ascitis,… … Hofmann J. Lexicon universale